Τα «κρυφά» σημεία της πώλησης του ελληνικού δικτύου των κυπριακών τραπεζών

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΕΪΤΑΝΙΔΗ

Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς προκάλεσε ένα μικρό σοκ στην Κύπρο. Η προ φόρων κερδοφορία ύψους  3,077  δις. ευρώ, ως αποτέλεσμα της καταγραφής αρνητικής υπεραξίας 3,414 δις. ευρώ από την εξαγορά των δικτύων της Τράπεζας Κύπρου, της Λαϊκής Τράπεζας και της Ελληνικής Τράπεζας στην Ελλάδα άνοιξε ένα νέο μέτωπο μεταξύ κομμάτων, κυβέρνησης και Κεντρικής Τράπεζας για τους όρους της συναλλαγής,  τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και για τη ζημιά που υπέστη ο κύπριος φορολογούμενος και καταθέτης.  Στο παζλ των ερωτηματικών για το τι πραγματικά συνέβη πρέπει να προστεθεί και ο χειρισμός του ELA, ύψους 9,2 δις. ευρώ,  που είχε λάβει η Λαϊκή Τράπεζα. Αν και ένα μεγάλο μέρος αντλήθηκε για να καλυφθεί το έλλειμμα ρευστότητας στην Ελλάδα, η υποχρέωση πέρασε ολόκληρη στη νέα Τράπεζα Κύπρου, μαζί με τις αντίστοιχες εξασφαλίσεις.

IMG_5431

Από ελληνικής πλευράς στέλνεται το μήνυμα ότι υπό τις περιστάσεις η συμφωνία ήταν δίκαιη και για την Κύπρο, αν ληφθεί υπόψη ότι άλλες ξένες τράπεζες επί της ουσίας πλήρωσαν για να αποχωρήσουν από την Ελλάδα. Λίγες ημέρες μετά τη συμφωνία για το κυπριακό δίκτυο, η Τρ. Πειραιώς υπέγραψε συμφωνία με τον όμιλο Millennium BCP για την απόκτηση του 100% της Millennium Bank Ελλάδος. Η πορτογαλική BCP δεσμεύτηκε να καταβάλει 400 εκατ. ευρώ στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, πληρώνοντας στην ουσία ένα άτυπο penalty για να αποδεσμευτεί από την ελληνική αγορά.

Κυπριακές πηγές, πάντως, επισημαίνουν ότι η αρχική εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδας ήταν η μεταβίβαση να γίνει σε τιμές εκκαθάρισης, ενώ η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ήθελε να χρησιμοποιηθεί το βασικό (συγκεκριμένα οι ζημιές να ήταν λίγο μικρότερες από το βασικό σενάριο) και όχι το ακραίο σενάριο της Pimco. Επήλθε ρήξη μεταξύ των κεντρικών Ελλάδας και Κύπρου και με παρέμβαση της Τρόικα έκλεισε μια συμφωνία που προκαλεί εύλογα ερωτήματα.

Η δήλωση του προέδρου της Επιτροπής Οικονομικών, Νικόλα Παπαδόπουλου, ότι «οι κύπριοι καταθέτες έχασαν τα λεφτά τους, ενώ κάποιοι τραπεζίτες στην Ελλάδα πανηγυρίζουν», αποτυπώνει την αίσθηση που επικρατεί στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα.

Τα ερωτηματικά
Το βασικό ερώτημα που τίθεται στο δημόσιο διάλογο είναι πως γίνεται ένα χαρτοφυλάκιο να έχει αξία 16,2 δις. ευρώ σε κυπριακά χέρια και μέσα σε μια μέρα να αυξάνεται σε 19,3 δις. ευρώ, μετά την μεταβίβασή του στην Τράπεζα Πειραιώς. Μια πρώτη απάντηση βρίσκεται στην ίδια της φύση της συναλλαγής και στην τραπεζική λογιστική.

Ξεκινώντας από το τελευταίο, αυτό που έκανε η Τρ. Πειραιώς ήταν να γράψει στον ισολογισμό της το χαρτοφυλάκιο που απέκτησε στη λογιστική του αξία και όχι στην αξία που το εκτίμησε η PIMCO, κατά τη διαδικασία του διαγνωστικού ελέγχου, λαμβάνοντας υπόψη ένα ακραίο σενάριο. Με βάση τα Διεθνή Πρότυπα η Πειραιώς έχει ένα περιθώριο 12 μηνών για να προσαρμόσει το χαρτοφυλάκιο σε τιμές αγοράς, οπότε και θα φανεί αν η αρνητική υπεραξία θα μετατραπεί σε ζημιά. Κατά συνέπεια σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πόσα έχασαν οι κυπριακές τράπεζες από τη συναλλαγή.
Η πιο σημαντική παράμετρος έχει να κάνει με τη φύση της συναλλαγής.
Η πώληση έγινε με πολιτική απόφαση και όχι με επιχειρηματικά κριτήρια, με στόχο το κυπριακό τραπεζικό σύστημα να απομονωθεί από το ελληνικό. Ένα bank run στην Ελλάδα έπρεπε να αποκλειστεί και μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο όλα τα άλλα τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα. Επιπλέον, το τίμημα υπολογίστηκε στη βάση του μεγέθους του ισολογισμού και όχι με βάση την κερδοφορία. Πρόσθετα στοιχεία που επηρέασαν το τίμημα (524 εκατ. ευρώ) ήταν το γεγονός ότι έγινε μεταβίβαση υποκαταστημάτων, οπότε έπρεπε να σχηματιστεί κεφάλαιο, ενώ ο αγοραστής δεν ήλεγξε το χαρτοφυλάκιο παρέλαβε και του αφαιρέθηκε το δικαίωμα υπαναχώρησης ή παροχής πρόσθετης αποζημίωσης, μια ρήτρα που συνήθως υπάρχει σε τραπεζικές συγχωνεύσεις. Αυτές οι παράμετροι μείωσαν το τίμημα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες μια τέτοιου είδους πώληση, που συγχώνευε τρεις διαφορετικές τράπεζες μέσα σε μια νύχτα, θα πραγματοποιούνταν μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και όχι μέσα σε τρεις ημέρες.

«Ήταν μια εξαναγκαστική πώληση. Μας είπαν ότι έπρεπε να γίνει. Το αποτέλεσμα, εξ αντικειμένου, δεν μπορεί να ήταν δίκαιο», σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Τράπεζας, Μάκης Κεραυνός, στην πρόσφατη γενική συνέλευση των μετόχων.
Τραπεζικά στελέχη, με γνώση των όσων έγιναν, σημειώνουν ότι το πιο αδικημένο μέρος της όλης συμφωνίας είναι η Τράπεζα Κύπρου.

Με το ελληνικό δίκτυο να διατηρεί λειτουργική κερδοφορία 200 εκατ. ευρώ (σε αντίθεση με το αντίστοιχο δίκτυο της Λαϊκής που είναι ζημιογόνο), αν η Τρ. Κύπρου προχωρούσε μόνη της σε συντεταγμένη πώληση θα μπορούσε να εισπράξει ένα ποσό της τάξης των 600 εκατ. ευρώ.

Κυβέρνηση και Κεντρική Τράπεζα συμφωνούν σε ένα πράγμα: η πώληση έγινε με πολιτική απόφαση του Eurogroup, αλλά η κυβέρνηση κρατά αποστάσεις επί της διαδικασίας, δείχνοντας την Κεντρική Τράπεζα.
«Δεν θα υπήρχε μνημόνιο αν δεν πωλούνταν τα υποκαταστήματα. Αυτή ήταν η απόφαση της Τρόικα και αυτήν εφαρμόσαμε», διευκρινίζει ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος, Βίκτωρας Παπαδόπουλος. «Είναι γνωστό και ποιός έκανε τις διαπραγματεύσεις και ποιό ήταν το αποτέλεσμα», προσθέτει πετώντας στο μπαλάκι στην Κεντρική. Η τελευταία υποστηρίζει ότι το μόνο που έκανε ήταν να εφαρμόζει αποφάσεις άλλων στη διαμόρφωση των οποίων δεν μετείχε (επιστρέφοντας τις αιχμές στην κυβέρνηση που διαπραγματεύτηκε στο Eurogroup), ενώ την εκδοχή της πολιτικής και προειλημμένης απόφασης για την πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων, χωρίς επί της ουσίας να γίνει καμία διαπραγμάτευση, έχει επιβεβαιώσει και η Τράπεζα Πειραιώς.
«Η διαμόρφωση των όρων της Συμφωνίας και η «περίμετρος» της συναλλαγής καταρτίσθηκε βασικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρεται σε ενημερωτικό σημείωμα του μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ομίλου Τράπεζας Πειραιώς, Κωνσταντίνου Λοϊζίδη.

Σύμφωνα με το ίδιο σημείωμα η Ελληνική Κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Ελλάδος (ΤΧΣ), απηύθυναν σχετική πρόσκληση προς τις ελληνικές τράπεζες, για αποδοχή ή όχι της προτεινόμενης συναλλαγής μεταξύ αυτών και το τίμημα και όχι για πλειοδοσία.

Με βάση τους όρους πώλησης η συμφωνία περιελάμβανε την αγορά των δανείων στην Ελλάδα των τριών τραπεζών, καθώς και συγκεκριμένων θυγατρικών τους (leasing, factoring και Επενδυτική Τράπεζα Ελλάδας – IBG), μαζί με  δάνεια shipping και κάποια άλλα ελληνικής ιδιοκτησίας τα οποία είχαν γίνει και τύγχαναν διαχείρισης στην Ελλάδα αλλά είχαν καταχωρηθεί στον ισολογισμό της Κύπρου.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» στις 9 Ιουνίου 2013

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.