Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΕΪΤΑΝΙΔΗ
Η ανάσα που φαίνεται να δίνει η Μόσχα στην κυπριακή κυβέρνηση για τη διαχείριση του κυπριακού μνημονίου δεν εξουδετερώνει όλα τα ναρκοπέδια που έχει μπροστά της η Λευκωσία. Η τηλεφωνική επικοινωνία Χριστόφια – Πούτιν, με τον Ρώσο πρόεδρο να διαβεβαιώνει ότι η Ρωσική Ομοσπονδία είναι έτοιμη να συμβάλει μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση στη δανειοδότηση της Κύπρου σκόρπισε χαμόγελα στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ερμηνεύεται ως χείρα βοήθειας που μπορεί να σώσει την κατάσταση σε μια δύσκολη στιγμή. Η πολιτική πίεση, που ασκείται κυρίως από τη Γερμανία, στο θέμα του ξεπλύματος μαύρου χρήματος των ρώσων ολιγαρχών (πιο ευγενικά τίθεται το ερώτημα γιατί ο ευρωπαίος φορολογούμενος να σώσει καταθέσεις ρώσων πολιτών) απαιτούσε μια ρεαλιστική και πειστική απάντηση. Η συμμετοχή της Μόσχας στη δανειοδότηση της Κύπρου μπορεί να κάμψει τις αντιρρήσεις ευρωπαϊκών κοινοβουλίων, με πρώτο και καλύτερο αυτό της Γερμανίας και το Κυπριακό Μνημόνιο να υιοθετηθεί τελικά χωρίς παρατράγουδα.
Η συμμετοχή της Μόσχας, όμως, δεν λύνει ένα άλλο καυτό ζήτημα, αυτό της βιωσιμότητας του κυπριακού δημόσιου χρέους, αν υιοθετηθεί το ακραίο σενάριο για τις κεφαλαιακές ανάγκες του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, δηλαδή πέραν των 10 δις. ευρώ, ανεβάζοντας τη δανειακή βοήθεια στα 17,5 δις. ευρώ, ποσό που ισούται με το 100% του ΑΕΠ. Σήμερα το Δημόσιο Χρέος της Κύπρο ξεπερνά το 80% του ΑΕΠ (15 δισ. ευρώ).
Το σενάριο και η μεθοδολογία που έχει επεξεργαστεί η Pimco προκαλεί τις αντιδράσεις των τριών μεγάλων τραπεζών της χώρας (Τράπεζα Κύπρου, Λαϊκή Τράπεζα και Ελληνική Τράπεζα) οι οποίες με επιστολές των διοικήσεων τους προς τις κυπριακές αρχές εκφράζουν την αντίθεσή τους στη γενική απομείωση, ύψους 60% με 65%, στα ακίνητα που έχουν χρησιμοποιηθεί ως υποθήκες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές διαφοροποιήσεις, αλλά και το είδος του ακινήτου (αν είναι εμπορικό ή οικιστικό).
«Η άσκηση που έγινε δεν συνάδει ούτε με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, ούτε με τις αρχές της Βασιλείας ΙΙ», σημείωσε στην «Κ» ανώτερος κύπριος τραπεζίτης.
Σε επίπεδο Ευρωζώνης επιχειρείται να διαχωριστεί το ζήτημα της υπογραφής του Μνημονίου με αυτό της ανακεφαλαιοποίησης (η έκθεση της Pimco θα δημοσιοποιηθεί μετά την υπογραφή του Μνημονίου) ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι αναζητούν τρόπους μείωσης τόσο του κρατικού, όσο και του χρέος των τραπεζών. Οι πρώτοι που θα πληρώσουν το μάρμαρο θα είναι οι κάτοχοι ομολόγων των κυπριακών τραπεζών. Θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι Μετατρέψιμα Ομολόγα Εγγυημένου Κεφαλαίου ύψους 1,3 δις. ευρώ (έχουν διατεθεί και στην Ελλάδα) θα μετατραπούν σε μετοχές.
Ο Σάιμον Ο’ Κόνορ, εκπρόσωπος Τύπου του Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Όλι Ρεν, δήλωσε στην κυπριακή έκδοση της Καθημερινής ότι το «κούρεμα» δεν είναι επιλογή, ενώ για τον τραπεζικό τομέα δείχνει προς το Ισπανικό μοντέλο εξυγίανσης, ένα μοντέλο που οδηγεί στη δραστική συρρίκνωση όσων τραπεζών ενισχυθούν με ευρωπαϊκά κεφάλαια.
«Στο πλαίσιο των μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η οικονομία της Κύπρου, εργαζόμαστε για την επίτευξη λύσης που να διασφαλίζει τόσο τη βιωσιμότητα του χρέους, όσο και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι και τα μέσα για να επιτευχθεί αυτό και οι συζητήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη», σημειώνει ο κ. Ο Κόννορ.
Σε ότι αφορά τον τραπεζικό τομέα τονίζει ότι «πρόθεσή μας είναι να διασφαλίσουμε μια δίκαιη κατανομή των βαρών του κόστους της αναδιάρθρωσης και / ή εξυγίανσης των τραπεζών, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και σύμφωνα με τις αρχές που καθοδήγησαν το πρόγραμμα για το χρηματοπιστωτικό τομέα της Ισπανίας, το οποίο υπενθυμίζω ότι δεν περιείχε κόστος (bailing in) για τους καταθέτες», προσθέτει.
Ο κύπριος νομπελίστας Οικονομικών, Χριστόφορος Πισσαρίδης –ο οποίος συνομιλεί με την Τρόικα- συνέδεσε το θέμα της βιωσιμότητας με το επιτόκιο και το χρόνο αποπληρωμής του δανείου. Με χαμηλό επιτόκιο ανεβαίνει το όριο της βιωσιμότητας και πρότεινε τον υπολογισμό της βιωσιμότητας σε μεγαλύτερο βάθος, με προβολή ως το 2030 ή και το 2040.
Η προσπάθεια που θα γίνει είναι να υπάρξει πολιτική διαχείριση του καθορισμού ύψους της ανακεφαλαιοποίησης, μια προσπάθεια που μπορεί να προκαλέσει τριβές με την Τρόικα, καθώς τόσο στην Ιρλανδία, όσο και στην Ελλάδα και στην Ισπανία, το αποτέλεσμα του διαγνωστικού ελέγχου δεν αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης, Η Τρόικα απαιτεί να έχει μια ρεαλιστική εικόνα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θα χρηματοδοτήσει.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφανος Στεφάνου, υπενθύμισε ότι δεν πρέπει να αγνοείται η προοπτική από το φυσικό αέριο και η δημιουργία υποδομών για εκμετάλλευσή του, περιγράφοντας τα επιχειρήματα της κυπριακής πλευράς Ο κ. Στεφάνου σημείωσε ότι οι συζητήσεις για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, θα συνεχισθούν και μετά την παράδοση της έκθεσης.
«Έχουμε κι εμείς απόψεις για το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης και του δημόσιου χρέους και κατά πόσον αυτό είναι βιώσιμο», ανέφερε.
Η γιγάντωση των τραπεζών
Ο υπουργός Οικονομικών, Βάσος Σιαρλή, μιλώντας στο Ολλανδικό Κοινοβούλιο (παρείχε ενημέρωση για το ζήτημα της αντιμετώπισης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος) επιβεβαίωσε πάντως ότι υπάρχει στρατηγικό σχέδιο μείωσης του τραπεζικού τομέα σε διαχειρίσιμα επίπεδα.
Η ανάπτυξη της Κύπρου ως χρηματοικονομικού κέντρου, με τον τομέα να αντιπροσωπεύει σήμερα το 9% – 10% του ΑΕΠ της χώρας, έφερε σχεδόν αυτόματα και την αντίστοιχη ανάπτυξη του τραπεζικού τομέα. Η έκρηξη έγινε μετά το 2008 και την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη. Η Κύπρος δεν ήταν απλά ένα κράτος – μέλος της ΕΕ, αλλά και ισότιμο μέλος της μεγαλύτερης νομισματικής ένωσης του πλανήτη. Στέκονταν δίπλα στο Λουξεμβούργο και την Ολλανδία, παραδοσιακά ευρωπαϊκά κέντρα φορολογικού προγραμματισμού. Με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Κύπρος απέκτησε την αξιοπιστία του θεσμικού πλαισίου ευρωπαϊκού κράτους, παρέχοντας ένα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς.
Το 2006 οι καταθέσεις από τρίτες χώρες ήταν 14,55 δις ευρώ, ενώ το άλμα έγινε μεταξύ 2009 (ήταν 15,8 δις. ευρώ) και 2010, οπότε έφτασαν τα 20,525 δις. ευρώ.
Χωρίς όλο αυτό τον τζίρο από τις διεθνείς δραστηριότητες επιχειρήσεων το κυπριακό τραπεζικό σύστημα θα ήταν σαφώς μικρότερο. Με κύρια αγορά τη ρωσική οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες της Κύπρου -η Τράπεζα Κύπρου, η Λαϊκή Τράπεζα και η Ελληνική Τράπεζα- επέκτειναν τις δραστηριότητές τους στη ρωσική αγορά, με τις δύο πρώτες να εξαγοράζουν τοπικές τράπεζες, ενώ η Ελληνική Τράπεζα μετέτρεψε σε θυγατρική με ένα υποκατάστημα στη Μόσχα το γραφείο αντιπροσωπείας που διατηρούσε στη ρωσική πρωτεύουσα.
Πριν την κρίση η επιρροή του κυπριακού τραπεζικού συστήματος εκτείνονταν από τη Μεγάλη Βρετανία μέχρι τις χώρες του Κόλπου, την Ινδία και την Κίνα ως την Αυστραλία.
Η επέκταση της επιρροής και της παρουσίας ταυτίζονταν με την ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών. Κάτι ανάλογα με την επέκταση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ακολούθησε τη μετοίκιση της μεταποιητικής βιομηχανίας της Βορείου Ελλάδας στη βαλκανική ενδοχώρα.
Η εξαγωγή υπηρεσιών αποτελεί τη μεγαλύτερη βιομηχανία της Κύπρου και ο μεγαλύτερος φόβος των στελεχών της αγοράς είναι ότι η στρατηγική συρρίκνωσης θα οδηγήσει σε φυγή επιχειρήσεων και κεφαλαίων.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει εκροή. Αυτό που παρατηρείται είναι μια μετακίνηση κεφαλαίων από κυπριακές τράπεζες σε κυπριακές θυγατρικές ξένων τραπεζών. Ωστόσο τονίζεται η ανάγκη να μπει ένας τέλος σε όλη αυτή τη φιλολογία περί ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Η αποστολή εμπειρογνωμόνων από την ΕΕ για να ελέγξουν την κατάσταση (όπως προτείνει η Γερμανία) μπορεί να είναι μια κίνηση που θίγει τον πατριωτισμό των Κυπρίων, αλλά επιχειρηματίες, στελέχη και διπλωμάτες, τονίζουν στην «Κ» ότι αποτελεί τη μόνη λύση για να σταματήσει το θέμα.
«Στην Κύπρο του 2013 δεν γίνεται ξέπλυμα», είναι το μήνυμα που στέλνεται, επιχειρώντας ένα διαχωρισμό με τις όποιες σκιές προέρχονται από το παρελθόν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» στις 2 Φεβρουαρίου 2013.