Η κρίση θέτει επί τάπητος το ζήτημα της ριζικής αναμόρφωσης του τρόπου λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, αναφέρει ο αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Νίκος Λέανδρος. Με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου, «Οικονομική κρίση και σύγχρονη ανάπτυξη – Η οπτική της Πολιτικής Οικονομίας», μιλά στην «Κ» για τις συνθήκες που οδήγησαν στην κρίση χρέους στην Ευρωζώνη και τονίζει την ανάγκη της αλλαγής πολιτικών και του να αντιληφθούμε, με έναν πιο σύνθετο και περιεκτικό τρόπο, την έννοια της οικονομικής προόδου και τα χαρακτηριστικά της αναπτυξιακής διαδικασίας, ώστε αυτή να είναι κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη.

Οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης διαμορφώνουν μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων, με έναν Νότο φθηνής εργασίας που δεν θα μπορεί να συντηρήσει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, σημειώνει ο Νίκος Λέανδρος (φωτό: Ευρωκέρδος)
«Χρειάζεται μια οικονομική ενοποίηση με ένα μηχανισμό μεταφοράς πόρων σε χώρες με οικονομικά προβλήματα. Το οικοδόμημα της Ευρώπης δεν θα αντέξει αν μείνει ως έχει»
Συνέντευξη στον ΓΙΑΝΝΗ ΣΕΪΤΑΝΙΔΗ
– Μετά από τρία χρόνια κρίσης στην Ευρωζώνη και με τρεις χώρες να ακολουθούν μνημονιακά προγράμματα, ποια μπορεί να είναι η επόμενη μέρα; Τι πρέπει να αλλάξει στην πολιτική κατεύθυνση της Ευρωζώνης;
– Κατ’ αρχάς υπάρχει μια παγκόσμια κρίση που ξεκίνησε το 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers. Μια σειρά από κράτη παρεμβαίνουν, και οι ΗΠΑ και η Βρετανία, και αναλαμβάνουν το χρέος των τραπεζών, το οποίο και μετατρέπουν σε δημόσιο χρέος. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους σε πολλές χώρες. Από το σημείο αυτό και μετά, οι αγορές γίνονται πιο καχύποπτες. Αρχίζουν να ρωτούν πώς θα δανείσουμε κάποιο κράτος που στο πρόσφατο παρελθόν το δάνειζαν αφειδώς για να εξυπηρετεί παλαιότερα χρέη του. Τέθηκε, λοιπόν, το ερώτημα αν το κράτος αυτό θα μπορέσει να πληρώνει τα χρέη του ή θα χρεοκοπήσει. Συνέπεια αυτή της αλλαγής στάσης είναι οι ασθενέστερες χώρες να αντιμετωπίσουν προβλήματα και οι οικονομίες του Νότου, για διάφορους λόγους, να βρεθούν σε πιο αδύνατη θέση. Δεν είναι ίδια η περίπτωση της Ισπανίας και της Ελλάδας. Στην Ισπανία, όπως και στην Ιρλανδία και στην Ισλανδία, το πρόβλημα προέρχεται από το τραπεζικό σύστημα. Στην Ελλάδα το πρόβλημα βρίσκεται στο Δημόσιο, το οποίο τα περασμένα χρόνια έχει συσσωρεύσει ένα πολύ μεγάλο χρέος, το οποίο στις νέες συνθήκες δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί. Υπάρχει ένα διεθνές πρόβλημα που μεταφέρθηκε στην Ευρώπη με διάφορες μορφές.
– Το ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, τι ρόλο έπαιξε;
– Το ερώτημα είναι αν το ευρώ αποτέλεσε έναν παράγοντα που επιδείνωσε τις διαρθρωτικές αδυναμίες των ασθενέστερων χωρών, έτσι ώστε στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης να βρεθούν πιο αδύναμες από ό,τι θα ήταν υπό άλλες συνθήκες, ή όχι. Η εκτίμησή μου, με βάση τη μελέτη των στοιχείων, είναι ότι ο τρόπος που λειτούργησε το ενιαίο νόμισμα επιδείνωσε τις υπαρκτές αδυναμίες αυτών των χωρών. Από μια άποψη τις ξεγέλασε, με την έννοια ότι τους επέτρεψε να δανείζονται εύκολα και φθηνά για πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα να δανειστούν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα δανείζονταν υπό άλλες συνθήκες. Ταυτόχρονα, οι χώρες αυτές, έχοντας έναν υψηλό πληθωρισμό όλα αυτά τα χρόνια, γνώρισαν μια υποβάθμιση της παραγωγικότητάς τους έναντι των άλλων χώρων και αύξησαν το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, αλλά και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, διότι το κράτος, μη έχοντας επαρκή έσοδα, έκανε και μεγαλύτερες πληρωμές. Ο τρόπος που λειτούργησε το ευρώ, ένα ακριβό νόμισμα, πρόσκαιρα έδωσε κάποια πλεονεκτήματα, με τα χαμηλά επιτόκια. Συνολικά, όμως, υπονόμευσε την ανταγωνιστικότητα των χωρών του Νότου. Όταν ξέσπασε η κρίση, οι χώρες αυτές βρέθηκαν απροετοίμαστες. Υπήρξε μια διεθνής κρίση, αλλά από την άλλη έχουμε και ένα πρόβλημα λειτουργίας του ευρώ. Είναι ένα ημιτελές δημιούργημα –δεν προχώρησε η πραγματική Οικονομική Ένωση, αλλά είδαμε μόνο το πρώτο σκέλος, τη νομισματική ένωση– που λειτούργησε υπέρ των εξαγωγικών χωρών του Βορρά και σε βάρος των χωρών του Νότου, που παράγουν προϊόντα χαμηλής ή μέσης τεχνολογίας και παρέχουν υπηρεσίες. Οι χώρες του Νότου πριν από το ευρώ προχωρούσαν σε υποτίμηση ή διολίσθηση του εθνικού τους νομίσματος για να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Με το ευρώ δεν μπορούσαν να το κάνουν και έτσι μέσα σε μια δεκαετία, σιγά-σιγά, συσσωρεύτηκαν πολλά προβλήματα. Υπήρχαν και επιμέρους ζητήματα τοπικού χαρακτήρα (όπως η κακοδιοίκηση), αλλά δεν μπορούμε να περιορίσουμε το πρόβλημα σε μια χώρα. Πρόβλημα έχει και η Ιρλανδία (που δεν είναι στον Νότο), αλλά και η Ιταλία και η Γαλλία. Η τελευταία έχει γίνει μια ελλειμματική χώρα, την ώρα που η Γερμανία, η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Αυστρία συσσωρεύουν πλεονάσματα. Στην ουσία γίνεται μια μεταφορά πλούτου από τον Νότο στον Βορρά. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Γερμανία εφάρμοσε μια πολιτική συμπίεσης των μισθών, με συνέπεια την ώρα που αυξανόταν το ΑΕΠ της χώρας να μην αυξάνεται η εγχώρια ζήτηση, ειδικά των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων, που καταναλώνουν τα προϊόντα του Νότου. Οι χώρες του Βορρά κέρδιζαν από το ευρώ, αλλά δεν ανταπέδιδαν προς τις χώρες του Νότου αυξάνοντας τη ζήτηση στο εσωτερικό των οικονομιών τους, με μια ανάλογη εισοδηματική πολιτική.
– Το κοινό στοιχείο, πάντως, των μνημονιακών προγραμμάτων είναι ότι τελικά έχουν ως στόχο την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας.
– Οι πολιτικές αποφάσεις που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων του ευρωπαϊκού Νότου ήταν μυωπικές, που συν τοις άλλοις ελήφθησαν με καθυστέρηση και σε μια κατεύθυνση λιτότητας και μόνο. Τελικά οι χώρες βυθίστηκαν –και η Ελλάδα περισσότερο από τις άλλες– σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης που κάνει την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος πολύ πιο δύσκολη. Τα προγράμματα αυτά απέτυχαν διότι ήταν λανθασμένα στη μεθοδολογία και τη σύλληψή τους, και αυτό αποδεικνύεται από τα ίδια τα γεγονότα. Η Ελλάδα ξεκίνησε το 2009 με ανεργία 11% και σήμερα έχει φτάσει στο 25%. Το δημόσιο χρέος ήταν το 2008 στο 110% και το 2013 εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 190%, χωρίς τις αναδιαρθρώσεις, με στόχο να πέσει στο 120% με 124% το 2020. Το έλλειμμα ήταν 14,5% το 2009 και το 2011 ήταν 9%. Για να επιτευχθεί μια μικρή μείωση του ελλείμματος η Ελλάδα οδηγήθηκε σε μια τεράστια μείωση του ΑΕΠ, με απώλειες περίπου 50 δισ. ευρώ το διάστημα 2008-2013. Ο στόχος της αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας υλοποιείται με τη λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή να φτωχύνει η χώρα, να γίνει μια χώρα φτηνής εργασίας. Ακόμη και αν αντιμετωπιστούν τα δημοσιονομικά προβλήματα, η Ελλάδα θα υποβαθμιστεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, θα γίνει μια φτωχή χώρα που δεν θα μπορεί να συντηρεί τις υποδομές της.
– Υπάρχει άλλος τρόπος;
– Αυτός της ήπιας αντιμετώπισης, της σταδιακής δημοσιονομικής προσαρμογής με μεγαλύτερη βοήθεια από την πλευρά της Ευρώπης. Θα έπρεπε εξαρχής τα επιτόκια να είναι χαμηλότερα. Έγινε αυτό, αλλά με καθυστέρηση. Υπήρξε μια διάθεση να τιμωρηθεί η Ελλάδα. Βλέπουμε, όμως, ότι η μανία της λιτότητας οδηγεί σε κλυδωνισμούς σε όλη την Ευρώπη και ότι έχει επιδεινώσει τα προβλήματα. Αναταραχή και διαμαρτυρίες υπάρχουν σχεδόν σε όλες τις μνημονιακές χώρες. Αυτή η πολιτική πίεση μπορεί να ανατρέψει τις πολιτικές λιτότητας; Ακόμη και με καθαρά οικονομικά κριτήρια, βλέπετε η Ευρώπη να οργανώνει ένα άλλο μείγμα μέτρων; Να παραδεχτεί, δηλαδή, ο Βορράς ότι και ο ίδιος τελικά χάνει από την παράταση της κρίσης; Υπάρχει πάντα η δυνατότητα εναλλακτικών επιλογών. Αν συνεχιστεί αυτή η πολιτική, απειλείται η συνοχή του ευρώ. Ακόμη και μια χώρα να αποχωρήσει, το ευρώ θα καταρρεύσει. Πρέπει να καταλάβουν οι χώρες του Βορρά ότι ένα κοινό σπίτι απαιτεί μεγαλύτερη ευελιξία, μια κατανόηση των αναγκών και του άλλου. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι χώρες με προβλήματα δεν πρέπει να διευθετήσουν τις δικές τους αδυναμίες. Δεν μπορεί από την άλλη να αγνοείται το γεγονός ότι υφίσταται ένα ακριβό νόμισμα. Χρειάζεται και μια οικονομική ενοποίηση με έναν μηχανισμό μεταφοράς πόρων σε χώρες με οικονομικά προβλήματα. Το οικοδόμημα της Ευρώπης δεν θα αντέξει αν μείνει ως έχει. Οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης διαμορφώνουν μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων, με έναν Νότο φθηνής εργασίας που δεν θα μπορεί να συντηρήσει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων.
– Σε αυτό το πλαίσιο, πώς εκτιμάται ότι θα κινηθεί η Κύπρος κατά την εφαρμογή του δικού της Μνημονίου;
– Αν και δεν έχει κλείσει η διαπραγμάτευση, οι όροι όλων των Μνημονίων είναι προκαθορισμένοι. Τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής ακολουθούν ένα στάνταρ προδιαγραφών της λεγόμενης «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» και προβλέπουν ιδιωτικοποιήσεις, συρρίκνωση μισθών και του δημόσιου τομέα και απολύσεις. Έχουν πάντα το στοιχείο της υποτίμησης, που στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει, και αναγκαστικά ρίχνει όλο το βάρος στη δημοσιονομική προσαρμογή. Αυτό κάνει τα προγράμματα, όπως εφαρμόζονται στην Ευρώπη, ακόμη πιο βάρβαρα και δύσκολα. Το βάρος για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας πέφτει στη μείωση των μισθών. Το αποτέλεσμα θα είναι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, που θα κάνει πιο δύσκολη τη δημοσιονομική προσαρμογή. Ένας κρίσιμος παράγοντας θα είναι και η ψυχολογία της κοινωνίας, η ικανότητα διαχείρισης. Στην Ελλάδα είχαμε φοβία, αρνητική παρουσίαση των προοπτικών της χώρας και μια κινδυνολογία –και από τα media και από το πολιτικό προσωπικό– με αποτέλεσμα τη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, κάτι που δεν ήταν απαραίτητο να συμβεί. Η κατάσταση αυτή έφερε προβλήματα ρευστότητας και πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν όχι γιατί ήταν ζημιογόνες, αλλά γιατί δεν είχαν ρευστότητα. Επίσης μειώθηκε η κατανάλωση επειδή ο κόσμος φοβήθηκε. Όλα αυτά δυσκόλεψαν την κατάσταση ακόμη περισσότερο.
– Μείωση κατανάλωσης, λόγω της αβεβαιότητας, έχουμε σήμερα στην Κύπρο; Αυτό από μόνο του μπορεί να φέρει επιπλέον δυσκολίες;
– Ναι. Οι σύγχρονες οικονομίες, που είναι ανοιχτές, είναι πιο ευμετάβλητες. Η ψυχολογία παίζει μεγαλύτερο ρόλο απ’ ό,τι έπαιζε στο παρελθόν. Η οικονομία είναι και θέμα ψυχολογίας και αυτό είναι πιο έντονο απ’ ό,τι ήταν πριν από 30 χρόνια. Είναι σημαντικό σε αυτές τις συνθήκες να διατηρήσει κανείς την ψυχραιμία και την αισιοδοξία του. Να βλέπει τα προβλήματα και να προσπαθεί να τα λύνει, στέλνοντας το μήνυμα στο εξωτερικό ότι κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», έκδοση Κύπρου, στις 17 Φεβρουαρίου 2013
Info
Ο Νίκος Λέανδρος είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών και πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Επί σειρά ετών υπήρξε στέλεχος της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος. Έχει διδάξει σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, έχει δημοσιεύσει σημαντικό αριθμό επιστημονικών άρθρων και έχει εκδώσει σημαντικό αριθμό βιβλίων.