Στην εποχή των νέων μέσων και της ψηφιακής τεχνολογίας, με τη σχεδόν καθολική επικράτηση του διαδικτύου, η τηλεόραση εξακολουθεί να αποτελεί ένα βασικό μέσο επηρεασμού της κοινής γνώμης στις δυτικές κοινωνίες. Μάλιστα, σε αρκετές από αυτές οι επιδράσεις της στο κοινό προσφέρουν ευρύ πεδίο μελέτης εδώ και χρόνια, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το ενημερωτικό της πρόγραμμα.
Η δημοσιογράφος και λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Frederick της Κύπρου, Θεοδώρα Μάνιου, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της «Τηλεόραση, Κοινωνία και Πολιτικές Ειδήσεις», μιλά στον «ΑτΚ» για το νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται σε μια περίοδο κρίσης, τόσο της πολιτικής όσο και των μέσων ενημέρωσης.

Η σχέση της τηλεόρασης με την πολιτική και τους πολιτικούς είναι αμφίδρομη, τονίζει η λέκτορας του τμήματος Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Frederick, Θεοδώρα Μάνιου
Συνέντευξη στην Ευτυχία Βατάλη
Τα νέα μέσα χαρακτηρίζονται το μέλλον της ενημέρωσης. Η τηλεόραση είναι το παρελθόν;
Σε καμία περίπτωση. Η τηλεόραση ως μέσο έχει τη δυνατότητα να εξελίσσεται και, στο πλαίσιο αυτό, είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τα νέα μέσα. Η αποκαλούμενη «έξυπνη τηλεόραση», δηλαδή η τηλεόραση που συνδέεται με το διαδίκτυο, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα και αποδεικνύει αυτήν τη θέση. Βεβαίως τα νέα μέσα είναι το μέλλον, αλλά μέσα σ’ αυτά θα εντάσσονται πλέον και οι εξελιγμένες μορφές τηλεοπτικού προγράμματος.
Εδώ και αρκετά χρόνια βιώνουμε, σε όλες τις δυτικές κοινωνίες, τη λεγόμενη «κρίση της πολιτικής». Η τηλεόραση ποιο ρόλο έχει παίξει σ’ αυτήν την κατάσταση;
Η σχέση της τηλεόρασης με την πολιτική και τους πολιτικούς είναι αμφίδρομη. Η πολιτική – και κυρίως οι πολιτικοί – χρειάζονται την τηλεόραση, και ευρύτερα τα ΜΜΕ, ώστε να καταφέρουν να περάσουν το μήνυμά τους στο ευρύ κοινό. Από την άλλη πλευρά, η τηλεόραση μέσω της πολιτικής και των πολιτικών αντλεί υλικό, με το οποίο «γεμίζει» το πρόγραμμά της και ειδικότερα τα δελτία ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές. Με τον τρόπο αυτόν η τηλεόραση καθίσταται ο καθρέφτης των πολιτικών μέσα στην κοινωνία και άρα είναι λογικό να γίνεται και το ίδιο το μέσο αποδέκτης παραπόνων, τα οποία αρχικά αφορούσαν το μήνυμα.
Ο τρόπος που παρακολουθούν τηλεόραση οι τηλεθεατές διεθνώς φαίνεται να αλλάζει, μιας και κερδίζει έδαφος η «on-demand tv», δηλαδή η παρακολούθηση εκπομπής κατά παραγγελία του τηλεθεατή. Μιας και ο τηλεθεατής έχει τον τελικό λόγο, πόσο εύκολο είναι να επηρεαστεί;
Πάρα πολύ εύκολο και πάρα πολύ δύσκολο ταυτόχρονα. Από τη μια πλευρά, είναι εύκολο ο καθένας μας να «γοητευτεί» από τα πλεονεκτήματα του προγράμματος που προσφέρεται κατά παραγγελία: βλέπω ό,τι θέλω, όταν το θέλω. Ταυτόχρονα, όμως, ο τηλεθεατής δεν αλλάζει τόσο εύκολα τηλεοπτικές συνήθειες. Σε πρόσφατες, σχετικές έρευνες, μάλιστα, σε χώρες της Β. Ευρώπης, αποδείχτηκε ότι τηλεθεατές οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν στο σπίτι τους μέχρι 60 διαφορετικά κανάλια, περιορίζονταν σε 5 ή 6 από αυτά, λόγω συνήθειας. Τέλος, να επισημάνουμε ότι η on demand tv δε σημαίνει απεριόριστες επιλογές, αλλά επιλογή μέσα από μια προκαθορισμένη – από το ίδιο το κανάλι – λίστα.
Σύμφωνα με τη μελέτη σας, το κοινό επεξεργάζεται κριτικά τα τηλεοπτικά πολιτικά μηνύματα;
Βεβαίως και τα επεξεργάζεται. Αλλωστε, γι’ αυτό παρατηρείται και η ανάδραση από την πλευρά του, δηλαδή το μήνυμα που στέλνει το ίδιο το κοινό στον πομπό, δηλαδή στα τηλεοπτικά κανάλια. Ο πλέον απλός τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή αυτή η ανάδραση είναι τα νούμερα της τηλεθέασης, που δείχνουν την τάση στις επιλογές του κοινού. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που παίζουν ρόλο σ’ αυτήν τη διαδικασία, με σημαντικότερους την ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο του ατόμου, τη διαθέσιμη τεχνολογία μέσα στο σπίτι, τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, τη διαθεσιμότητα και το περιεχόμενο των ίδιων των καναλιών.
Υπάρχει διαφορά στο προφίλ του τηλεοπτικού κοινού της Κύπρου, της Ελλάδας και κάθε ευρωπαϊκής χώρας που αντιμετωπίζει κρίση;
Η όποια κρίση – πολιτική, οικονομική ή άλλη – δεν μπορεί να καταλύσει τις ιδιαιτερότητες μιας κοινωνίας και των μελών της. Αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη την τηλεόραση, θα διαπιστώσουμε ότι κάθε λαός παρουσιάζει συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά, τα οποία του αποδίδουν κάποια ταυτότητα – πολιτική, εθνική, πολιτισμική, κ.ο.κ. Είναι λογικό όλα αυτά να απεικονίζονται και στο τηλεοπτικό σύστημα, το οποίο περιβάλλει αυτόν το λαό. Κάπως έτσι εξηγείται γιατί ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα έχει επιτυχία σε μια χώρα και σε μια άλλη όχι. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, υπάρχουν προγράμματα τα οποία έκαναν τεράστια επιτυχία σε όποια χώρα κι αν προβλήθηκαν, αλλά αυτά είναι περισσότερο ψυχαγωγικού τύπου, τα οποία ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες και κώδικες.
Μπορεί η ποιοτική αξιολόγηση των προγραμμάτων να συμβαδίζει με την τηλεθέαση;
Βεβαίως και μπορεί. Αλλά θα πρέπει τελικά να διασαφηνίσουμε πως οριοθετούμε την έννοια της ποιότητας, καθώς πρόκειται για έναν όρο ο οποίος ερμηνεύεται υποκειμενικά. Σε ό,τι αφορά τον ενημερωτικό τομέα, το ζήτημα της ποιότητας έχει να κάνει με το περιεχόμενο και τη θεματολογία των προσφερόμενων προγραμμάτων.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος της Κυριακής, στις 27 Ιανουαρίου 2013.