Της δρος ΘΕΟΔΩΡΑΣ Α. ΜΑΝΙΟΥ
Η σχέση της τηλεόρασης με την πολιτική και τους πολιτικούς είναι, λίγο έως πολύ, γνωστή σε όλους τους πολίτες. Η πολιτική και οι πολιτικοί χρειάζονται την τηλεόραση για να βρίσκονται στη δημοσιότητα και να έχουν τη δυνατότητα «καθημερινής διείσδυσης» στα σπίτια μας, ενώ η τηλεόραση, από την πλευρά της, χρειάζεται την πολιτική και τους πολιτικούς για να «γεμίσει» ώρες τηλεοπτικού προγράμματος και να προσελκύσει τηλεθεατές.
Σήμερα, όμως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η έλευση του διαδικτύου και κυρίως των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης άλλαξε σε τέτοιο σημείο τη σχέση τηλεόρασης και πολιτικής, που πλέον δεν αξίζει να συζητάμε για τη δύναμη της τηλεόρασης. Όμως, σε ποιον βαθμό ισχύει αυτό το επιχείρημα;
Ανατρέχοντας αρκετές δεκαετίες πίσω, στο ξεκίνημα της τηλεοπτικής πολιτικής ιστορίας, ο Κένεντι ξεκίνησε μια λαμπρή –αν και σύντομη– πολιτική καριέρα, κυρίως χάρη στην τηλεόραση, καθώς για εκείνον υπήρξε το μέσο που βοήθησε στην πολιτική του άνοδο και για «εκείνη» το πρόσωπο, που συμβάδιζε με όλα τα «θέλω» της: νέος, ωραίος, φέρελπις πολιτικός και με απόλυτη ευφράδεια λόγου. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Λίντον Τζόνσον «έχασε» τον πόλεμο στο Βιετνάμ, όταν η αμερικανική τηλεόραση επέμενε να μεταδίδει εικόνες αποστροφής από τα πεπραγμένα των Αμερικανών στρατιωτών στην περιοχή, σε μια εποχή που ο Αμερικανός Πρόεδρος συνέχιζε να ισχυρίζεται ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες θυσιάζονται για να έρθει η δημοκρατία στο Βιετνάμ. Βεβαίως, εκείνη την εποχή διαδίκτυο δεν υπήρχε, οπότε η τηλεόραση είχε ελεύθερο το γήπεδο της επικράτησης στη συνείδηση του κοινού.
Ακόμα, όμως, και μετά το 2000, με τη σχεδόν καθολική επικράτηση του διαδικτύου, η τηλεόραση συνέχισε να κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη συνείδηση του κοινού. Το 2001, με την τριπλή τρομοκρατική επίθεση στις ΗΠΑ, όλοι οι πολίτες έσπευσαν στους τηλεοπτικούς δέκτες για να δουν με τα μάτια τους τι ακριβώς συνέβη: δύο αεροπλάνα προσέκρουσαν στους δίδυμους πύργους, ένα στο Πεντάγωνο, ενώ ένα ακόμα κατερρίφθη την ώρα που κατευθύνονταν στον Λευκό Οίκο. Ποιος από εμάς δεν θυμάται τις αντίστοιχες εικόνες;
Την ίδια ώρα, η τηλεόραση συνέχισε να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις προεκλογικές αναμετρήσεις, σε κάθε χώρα του δυτικού κόσμου, αφού τα πολιτικά πρόσωπα που δεν είχαν πρόσβαση σε αυτή, θεωρούσαν πως δεν είχαν καμία ελπίδα εκλογής και συχνά κατέφευγαν, με σχετικές ενστάσεις, στις Δικαστικές/Εποπτικές Αρχές. Στο μεσοδιάστημα σχετικές καταγγελίες, έρευνες και άρθρα, που είδαν το φως της δημοσιότητας, έκαναν λόγο για διαπλεκόμενα συμφέροντα τηλεόρασης και πολιτικών προσώπων ή κομμάτων. Ακόμα κι έτσι, όμως, μπορεί κάποιος σήμερα να αμφισβητήσει την καθολική επικράτηση της τηλεόρασης;
Όταν ήρθε τελικά το «κύμα» επικράτησης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, πολλοί θεώρησαν ότι ήταν η αρχή του τέλους για την τηλεόραση. Για να μιλήσουμε με πραγματικά παραδείγματα στην Κύπρο, όταν τον Ιούλιο του 2011 έγινε η έκρηξη στο Μαρί, στο Facebook ξεσηκώθηκε ολόκληρη συζήτηση για την ευθύνη των κυβερνώντων και τις διαμαρτυρίες που ακολούθησαν. Όλοι, ωστόσο, προστρέξαμε στην τηλεόραση για να ενημερωθούμε σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις. Βεβαίως, σχετικές έρευνες των τελευταίων ετών αποδεικνύουν την αυξανόμενη δύναμη των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στο κοινό και τον βαθμό, στον οποίο επηρεάζουν το εκλογικό σώμα. Ας μη γελιόμαστε, όμως…
Πρώτον, σε ποιο ποσοστό το εκλογικό σώμα σήμερα στην Κύπρο πλησιάζει τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης; Δεύτερον, σε μια κοινωνία βαθύτατα πολιτικοποιημένη, όπως είναι η Κύπρος, σε ποιο επικοινωνιακό πεδίο διεισδύει περισσότερο το πολιτικό διακύβευμα; Κι αν το τηλεοπτικό πεδίο είναι σήμερα τόσο ανίσχυρο, τότε γιατί η πλειοψηφία των πολιτικών προσώπων μάχεται για να το προσεγγίσει;
Αναπόφευκτα, ακόμα και σήμερα, ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής περνά μέσα από την τηλεόραση. Αν δεν ίσχυε το επιχείρημα αυτό, τότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να ξοδεύονται εργατοώρες για να συζητείται στη Βουλή ο προϋπολογισμός του ΡΙΚ, με όλα τα… συνακόλουθα της σχετικής συζήτησης. Αν δεν ίσχυε το επιχείρημα αυτό, τότε όλοι οι πολίτες απλώς θα κλείναμε τους τηλεοπτικούς μας δέκτες, σ’ ένα ύστατο εγχείρημα διαμαρτυρίας για όλα όσα προβάλλει η τηλεόραση. Δεν το πράττουμε, όμως… Απλώς συνεχίζουμε να καταφεύγουμε σε αυτήν, κάθε φορά που θεωρούμε πως κάτι νέο προκύπτει στην πολιτική επικαιρότητα.
Η δρ Θεοδώρα Α. Μάνιου είναι δημοσιογράφος – λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Frederick