Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΕΪΤΑΝΙΔΗ
Πρακτικό περιεχόμενο στον όρο «ανάπτυξη» επιχειρούν να δώσουν στις 23 Μαΐου οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη σκιά της αβεβαιότητας που προκαλεί η κατάσταση στην Ελλάδα και των πιέσεων των ΗΠΑ –στη σύνοδο του G8- προς την ΕΕ για αποφασιστική αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.
Στο επίκεντρο της Άτυπης Συνόδου Κορυφής που συγκάλεσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν Βαν Ρόμπαϊ ανακοίνωσε θα βρεθούν οι πρωτοβουλίες που μπορεί να αναλάβει η ΕΕ για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης, παράλληλα με τις προσπάθειες συγκράτησης των ελλειμμάτων και των χρεών.
Η συγκεκριμένη συνάντηση θα προλειάνει τις αποφάσεις που καλείται να λάβει η προγραμματισμένη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις 28-29 Ιουνίου, όπου θα συζητηθούν και θα ληφθούν οι επίσημες αποφάσεις για τα θέματα της ανάπτυξης της στρατηγικής δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής θα διαφανούν στην πράξη οι νέες ισορροπίες στο γαλλογερμανικό άξονα κρίνοντας την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί η Ευρώπη. Το δεδομένο που γνωρίζουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι ότι η Γερμανία επιθυμεί να αποκατασταθεί η σταθερότητα πριν ληφθούν δραστικά και αναγκαία μέτρα, όπως η έκδοση ευρωομολόγου. Η Γερμανία θέλει τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης να εισέλθουν σε τροχιά δημοσιονομικής εξυγίανσης προτού εγγυηθεί, επί της ουσίας, το ευρωπαϊκό χρέος, μέσω της έκδοσης ευρωομολόγου.
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα ανατρέπουν αυτό το σχεδιασμό, καθώς αποκατάσταση της σταθερότητας δεν μπορεί να υπάρξει πριν σχηματιστεί πολιτική κυβέρνηση στην Ελλάδα. Στο μεσοδιάστημα οι αγορές πιέζουν ασφυκτικά την Ιταλία και την Ισπανία. Όλα αυτά ενώ η οικονομία της ΕΕ ευρίσκεται σε ήπια ύφεση.
Σε αυτό το περιβάλλον η λήψη μέτρων ανάπτυξης, που θα μειώνουν την ανεργία και θα δημιουργούν νέα εισοδήματα (και φόρους) αποτελεί αναγκαιότητα.
Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη, που θα τεθούν στη Σύνοδο της προσεχούς Τετάρτης, βασίζονται σε μια κρίσιμη λεπτομέρεια: τα μέτρα δεν βασίζονται στη δημοσιονομική επέκταση. Αυτό που επιδιώκεται είναι η επίσπευση στην εφαρμογή πολιτικών που ενισχύουν τη σταθερότητα και την ανάπτυξη. Αυτά τα δύο πάνε μαζί.
Το πακέτο της Επιτροπής περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
1ον Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (μεταρρύθμιση αγορών εργασίας, καλύτερες συνθήκες για τις επιχειρήσεις, φορολογική νομοθεσία ευνοϊκή για την απασχόληση).
2ον Πλήρης εφαρμογή νομοθεσιών που έχουν ήδη συμφωνηθεί. Η οδηγία για τις καθυστερήσεις πληρωμών θα διευκόλυνε τη χρηματοοικονομική κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ αν όλα τα κράτη μέλη έθεταν σε πλήρη εφαρμογή την οδηγία περί υπηρεσιών, εκτιμάται ότι η ΕΕ θα σημείωνε πρόσθετη ανάπτυξή μέχρι και 1,8%.
3ον Την υλοποίηση μιας σύγχρονης ψηφιακής ενιαίας αγοράς, η οποία θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 4% το ΑΕΠ της ΕΕ μέχρι το 2020.
4ον Η καθιέρωση του επί μακρόν αναμενόμενου ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας θα μειώσει το κόστος από 36.000 ευρώ σε 4.700 ευρώ, και η επίτευξη του ανερχόμενου σε 3% στόχου μας για δαπάνες Ε&Α θα μπορούσε να δημιουργήσει 3,7 εκατ. νέες θέσεις εργασίας και να αυξήσει το ΑΕΠ της ΕΕ κατά 800 δισεκατ. ευρώ μέχρι το 2020.
5ον Ενεργοποίηση του δυναμικού της «πράσινης» ανάπτυξης. Εκτιμάται ότι οι τομείς της ενεργειακής αποδοτικότητας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα μπορούσαν να δημιουργήσουν 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας έως το 2020. Αυτές οι θέσεις εργασίας απαιτούν διάφορα επίπεδα δεξιοτήτων, επεκτείνονται σε όλη την ΕΕ και έχουν τοπικό χαρακτήρα.
6ον Στοχοθέτηση των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ προς την ανταγωνιστικότητα και τη σύγκλιση
7ον Επενδύσεις στις υποδομές του 21ου αιώνα, όπως οι ευρυζωνικές υποδομές.
8ον Αύξηση της δανειοδοτικής ικανότητας της ΕΤΕπ.
9ον Φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ως πηγή εσόδων για την ανάπτυξη.