Το εκτενές ρεπορτάζ της περασμένης Κυριακής για τις συνθήκες που επικρατούν στην πραγματική οικονομία της Κύπρου –πιστωτική ασφυξία, καθυστερήσεις στις πληρωμές, έλλειψη ρευστότητας, απολύσεις, μειώσεις μισθών– αντιμετωπίστηκε από τους ίδιους τους ανθρώπους της αγοράς με δύο τρόπους: η μία μερίδα (η μειοψηφία) το ανέγνωσε με ψυχραιμία, καθώς έχει πλήρη γνώση των όσων συμβαίνουν και σχέδιο για να κρατηθεί στην αγορά, και η άλλη (η πλειοψηφία) είδε ότι τα ψέματα τελείωσαν. Τα προβλήματα δεν μπορούν να κρυφτούν άλλο κάτω από το χαλί. Οι δύο τρόποι αντιμετώπισης διαχωρίζουν την ήρα από το σιτάρι. Οι πρώτοι έχουν ελπίδες να υπάρχουν αύριο.
Οι δεύτεροι δεν έχουν καταλάβει ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Η αγορά δεν είναι κλειστή, δεν μπορεί να υπάρξει κρατική προστασία και θα επιβιώσουν όσοι είναι καινοτόμοι και δίνουν λύσεις στις ανάγκες των καταναλωτών. Η σημερινή κρίση μπορεί να επιδεινώθηκε από τη διεθνή κατάσταση, αλλά τα αίτια βρίσκονται στη δομή της ίδιας της κυπριακής οικονομίας.
Η άνθιση της αγοράς ακινήτων και η ενδυνάμωση του τομέα των χρηματοοικονομικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός κράτους που δεν επενδύει σε κοστοβόρες κοινωνικές υποδομές (σύστημα υγείας, ουσιαστική συνεισφορά στις κοινωνικές ασφαλίσεις, άμυνα) παρά μόνο σε υψηλό κρατικό μισθολόγιο, δημιούργησαν μια τοπική αγορά με ισχυρή εσωτερική ζήτηση.
Όλοι ξόδευαν και η αγορά διευρύνθηκε σε μεγέθη που δεν αντιστοιχούν σε μια χώρα των 800.000. Η Κύπρος δεν είναι Βραζιλία, ούτε καν Ελλάδα, για να μπορεί η εσωτερική ζήτηση να διατηρείται επ’ άπειρον. Το χειρότερο είναι ότι όλοι είχαν τη ψευδαίσθηση ότι το πάρτι δεν θα έχει τέλος και κανείς δεν επένδυσε στην επόμενη ημέρα.
Η πρώτη δεκαετία του 2000 ήταν φθίνουσα για τον τουρισμό, η ανάπτυξη γης εξάντλησε τα όριά της (και άφησε πίσω της δάνεια πολλών εκατομμυρίων ευρώ), ενώ και ο τομέας των υπηρεσιών έμεινε στάσιμος. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο τι γίνεται στη Μάλτα θα νοιώσει ότι η Κύπρος είναι… ένα απλό περίπτερο.
Η αίσθηση της αέναης ανάπτυξης έχει ως αποτέλεσμα τα σημερινά χάλια. Μόλις σταμάτησαν οι πιστώσεις φάνηκε η γύμνια πολλών που δεν είχαν φροντίσει στα καλά χρόνια να προικίσουν τις επιχειρήσεις τους με ταμειακά διαθέσιμα. Τα κέρδη έγιναν σπίτια, αυτοκίνητα, ταξίδια στο Λονδίνο για ψώνια και γυναικείες τσάντες των 10.000 ευρώ ή ρολόγια των 20.000 ευρώ.
Σε περιόδους κρίσης το ρευστό είναι βασιλιάς. Στην Κύπρο φάνηκε ότι πολλοί βασιλιάδες του επιχειρείν είναι γυμνοί.
Όταν το κέρδος έρχεται άκοπα ξοδεύεται χωρίς πολύ σκέψη. Κανείς δεν είπε ότι δεν πρέπει να βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο. Αλλά το αυτοκίνητο δεν πρόκειται να σου δώσει ρευστό για να καλύψεις υποχρεώσεις.
Η νοοτροπία αυτή, του άκοπου χρήματος που μας το χρωστάνε, διατρέχει όλη την κοινωνία και φτάνει μέχρι την πυραμίδα της πολιτικής εξουσίας.
Η τελευταία υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον S&P (και η επικείμενη από τον Fitch) αντί να διαβαστεί με τη δέουσα προσοχή και να αποτελέσει εφαλτήριο σοβαρής συζήτησης για το πώς η κυπριακή οικονομία θα καταφέρει να ανακάμψει, η υποβάθμιση αντιμετωπίστηκε σχεδόν με χλευασμό.
Η ανακάλυψη αποθεμάτων φυσικού αερίου αντιμετωπίζεται ως μάννα εξ ουρανού. Δεν είναι και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αξία που προσφέρει στην Κύπρο (τζίρο, απασχόληση) ο τομέας των υπηρεσιών.
Θα πρέπει να προβληματίσει γιατί δεν υποβαθμίστηκε η Μάλτα. Δεν προβληματίζει και αυτό είναι το χειρότερο.
Έμπειρος τραπεζίτης μάς εξήγησε ότι η σημερινή ευημερία της Κύπρου βασίζεται στις υπηρεσίες. Προσθέτει 3,5 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ.
Χωρίς τις υπηρεσίες η Κύπρος είναι μία αγροτουριστική οικονομία: παράγει πατάτες και πουλά μπίρες σε τουρίστες.
Ως εκ τούτου πρέπει να γίνει κάτι για να ξαναγίνει η οικονομία παραγωγική και να ανακτήσει τη διεθνή της αξιοπιστία.
Και ανάπτυξη δεν σημαίνει μόνο αναπτύξεις γης. Καλοδεχούμενες μεν, αλλά δεν μπορείς να στηρίξεις το μέλλον σου στα τούβλα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» στις 22 Ιανουαρίου 2012