Κύπρος: Τέσσερις προκλήσεις για το ασφαλιστικό

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΕΪΤΑΝΙΔΗ

Βουλευτές, κόμματα, κυβέρνηση και φορείς μίλησαν για πολλά σχολιάζοντας τις επισημάνσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Ξέχασαν, με ή χωρίς εισαγωγικά, το σημαντικότερο θέμα: τη ρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, ένα ζήτημα που άπτεται το συνολικού τρόπου με τον οποίο η κυπριακή κοινωνία βλέπει τη θέση της στον κόσμο και αξιολογεί την έννοια της αλληλεγγύης των γενεών.

Το τελευταίο, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι μια βεβαιότητα ότι το συνταξιοδοτικό πρόβλημα αφορά κάποιους άλλους.

Ας μιλήσουν, πρώτα, οι αριθμοί

Σήμερα, κατά κανόνα, η σύνταξη αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο της ενήλικης ζωής, και το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί σημαντικά με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής στο μέλλον, εκτός αν αυξηθεί η διάρκεια του ενεργού εργασιακού βίου και οι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται αργότερα. Απλά πράγματα, όσο και αν ενοχλούν.

Σύμφωνα με την Πράσινο Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα συνταξιοδοτικά συστήματα της Ευρώπης «η ύπαρξη υγιών και επαρκών συνταξιοδοτικών συστημάτων, που επιτρέπουν στα άτομα να διατηρήσουν σε λογικό βαθμό το βιοτικό τους επίπεδο μετά τη συνταξιοδότησή τους, αποτελεί παράγοντα κρίσιμης σημασίας για τους πολίτες και για την κοινωνική συνοχή».

Πανευρωπαϊκά σήμερα σε κάθε άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών αντιστοιχούν τέσσερα ενεργά άτομα, μέχρι το 2060 θα υπάρχουν μόλις δύο ενεργά άτομα για κάθε άτομο άνω των 65.

Στην ηλικία των 60 ετών εξακολουθεί να εργάζεται λιγότερο από το 50% του πληθυσμού.

Τι θα γίνει αν υπάρξει αδράνεια: θα είναι αναπόφευκτος ένας επώδυνος συνδυασμός χαμηλότερων παροχών και υψηλότερων εισφορών.

Η Κύπρος έχει να αντιμετωπίσει τέσσερις προκλήσεις:
Το ασφαλιστικό σύστημα στην Κύπρο είναι κεφαλαιοποιητικό. Η γήρανση του πληθυσμού ενδέχεται να μειώσει τις δυνατότητες ανάπτυξης της οικονομίας, πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των πραγματικών ποσοστών επενδυτικής απόδοσης και θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει και την αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

Αυτή η πιθανή μείωση των αποδόσεων των επενδύσεων των συνταξιοδοτικών ταμείων ενδέχεται να οδηγήσει στην αύξηση των εισφορών, στη μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, στην αύξηση των εκροών κεφαλαίου προς αναδυόμενες αγορές ή στην ανάληψη μεγαλύτερων κινδύνων.

Δεύτερον, οι ασφαλιστικές εισφορές στον ιδιωτικό τομέα είναι χαμηλές, με αποτέλεσμα ένας συνταξιούχος να λαμβάνει ως σύνταξη ποσό ως και το μισό από τον τελευταίο του μισθό.

Αν δεν έχει φροντίσει να ξεκινήσει σε μια νεαρή ηλικία, το αργότερο όταν ήταν 30 χρόνων, ένα πρόσθετο συνταξιοδοτικό σχέδιο, τότε είναι καταδικασμένος να ζει αρκετά περιορισμένα, αν όχι φτωχικά. Χαμηλές είναι οι συντάξεις και των αυτοεργοδοτούμενων. Στον αντίποδα υπάρχει ο στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας. Λαμβάνει υψηλές συντάξεις, χωρίς, όμως, να έχει αποδώσει  ανάλογες εισφορές.

Στην εξίσωση πρέπει να προστεθεί το απαράδεκτο, από κάθε άποψη, γεγονός της απουσίας ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας. Το ότι κοστίζει δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία, ειδικά για μια Αριστερή κυβέρνηση.
Η παροχή υπηρεσιών υγείας από έναν κεντρικό δημόσιο φορέα συνεπάγεται την καταβολή εισφορών και από τους χρήστες του συστήματος, αλλά τα οφέλη για τον εργαζόμενο σε σχέση με το κόστος, είναι  πολύ περισσότερα. Το βασικότερο όφελος είναι το αίσθημα ασφάλειας, ότι αν κάτι συμβεί με την υγεία του θα έχει άμεση κάλυψη.
Τελευταία συνάρτηση αποτελεί το σύστημα των εργασιακών σχέσεων. Η σταθερή –και ασφαλής- εργασία, με αποδοχές ανάλογες με την προσφορά του εργαζομένου, εγγυάται συνεχείς πόρους για τις κοινωνικές ασφαλίσεις.

Το κομμάτι αυτό σηκώνει μεγαλύτερη συζήτηση, αλλά έχει αποδειχτεί στην πράξη ότι χαλαρές εργασιακές σχέσεις (όπως στην Κύπρο) χωρίς παράλληλη αυστηρή επιτήρηση της αγοράς εργασίας και ένα εκτενές πρόγραμμα επανακατάρτισης των ανέργων (με το κράτος να καλύπτει τις ασφαλιστικές εισφορές στη διάρκεια της ανεργίας), το αποτέλεσμα είναι χαμηλότερα έσοδα για τα ταμεία.

Η απάντηση στην εξίσωση δεν είναι απλή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αν δεν αλλάξει κάτι τα επόμενα χρόνια η φτώχεια θα χτυπήσει την πόρτα των σημερινών 30αριδων και 40αριδών. Οι γονείς μας είχαν την πολυτέλεια της αποταμίευσης και της απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας. Έρευνα της Κεντρικής Τράπεζας (θα τη βρείτε στη σελίδα 6) δείχνει ότι τα νέα ζευγάρια και νοικοκυριά δαπανούν περισσότερα χρήματα για να πληρώσουν δάνεια για απόκτηση στέγης.

Όταν φτάσουν στη σύνταξη θα έχουν αποπληρώσει το σπίτι ή το διαμέρισμα, αλλά δεν θα έχουν αποταμιεύσεις και δεν θα μπορούν να στηρίξουν τα παιδιά τους. Αντίθετα μπορεί να απαιτείται το αντίθετο.

seitanidisi@ellinikioikonomia.com

 

 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.