Tης δρος ΘΕΟΔΩΡΑΣ Α. ΜΑΝΙΟΥ
Το τελευταίο εξάμηνο, πριν από την έλευση της ψηφιακής τηλεόρασης, οι συζητήσεις –δημόσιες και ιδιωτικές– γύρω από το θέμα αυτό έμοιαζαν παρά πολύ με τις συζητήσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τότε που αναμέναμε διακαώς την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης σε Ελλάδα και Κύπρο. Τότε, λοιπόν, ακούγαμε τους ειδικούς να μιλάνε για «πλουραλισμό», «πολυφωνία» και «αντικειμενική ενημέρωση», όρους που θα έφερνε μαζί της ως… προίκα η ιδιωτική τηλεόραση.
Η ιδιωτική τηλεόραση ήρθε αλλά το μόνο που τελικά κατάφερε να ικανοποιήσει από τους αρχικούς της στόχους ήταν η περιέργεια του τηλεοπτικού κοινού, το οποίο πολύ γρήγορα –ήδη από τη δεκαετία του 1990- ξεπέρασε τον αρχικό του ενθουσιασμό και τελικά –σε μεγάλο βαθμό– επέστρεψε στην «ασφάλεια» της ενημέρωσης μέσω της δημόσιας τηλεόρασης. Οι λόγοι ήταν πολλοί με κυριότερους τις ατέρμονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, τις αδιέξοδες αναλύσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα και –σε πολλές περιπτώσεις– τη μονοδιάστατη παρουσίαση των θεμάτων της επικαιρότητας ή ακόμα και τον κομματικό χρωματισμό των γεγονότων (γεγονός από το οποίο έπασχε και η δημόσια τηλεόραση).
Εδώ και αρκετούς μήνες, το ενδιαφέρον όλων σταδιακά στράφηκε στην ψηφιακή τηλεόραση, η οποία –αν και ως τεχνολογία υφίσταται εδώ και κάποια χρόνια– με αφορμή την επιτακτική οδηγία της Ε.Ε. για καθολική εφαρμογή της με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, τελικά έγινε πραγματικότητα στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Αφού ξεπεράσαμε την παραφιλολογία γύρω από τον πολύκροτο διαγωνισμό για την ψηφιακή πλατφόρμα των ιδιωτικών καναλιών, για ακόμα μια φορά, το τηλεοπτικό κοινό άκουσε ότι με την έλευση της επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης –που δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μια διαφορετική και σύγχρονη μορφή οπτικοακουστικής τεχνολογίας– θα είχε περισσότερες επιλογές καναλιών, καλύτερη ποιότητα ήχου και εικόνας και, γενικότερα, δημοκρατικότερες επιλογές.
Αν και στην Κύπρο, η τηλεόραση στη νέα της μορφή μετράει μόνο λίγες ημέρες ζωής, πόσα αλήθεια από όλα αυτά έγιναν πραγματικότητα; Και πόσα ακόμα αναμένεται να γίνουν πραγματικότητα στο επόμενο χρονικό διάστημα; Κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ψηφιακή τεχνολογία εφαρμόζεται για να επιλυθούν τεχνικά προβλήματα, όπως η ποιότητα τηλεοπτικού σήματος και ήχου ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές μιας χώρας ή η δυνατότητα εκπομπής περισσότερων καναλιών.
Σε ό,τι αφορά όμως τις δημοκρατικότερες επιλογές, εγείρεται ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, που αφορά κατ’ αρχήν το ίδιο το τηλεοπτικό κοινό, που είναι και ο τελικός αποδέκτης των όποιων θετικών ή αρνητικών χαρακτηριστικών απορρέουν από την εφαρμογή της νέας τεχνολογίας. Η ορθή «διαχείριση» της ψηφιακής τεχνολογίας αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα, για το οποίο καμιά κοινωνία δεν έχει εκπαιδευτεί, πόσο μάλλον να έχει μάθει να εντοπίζει. Στο πλαίσιο αυτό, τα προβλήματα που μπορεί να ενσκήψουν για τις τοπικές κοινωνίες σε Ελλάδα και Κύπρο είναι, ίσως, λίγο πιο περίπλοκα από την εκμάθηση χειρισμού του αποκωδικοποιητή!
Σ’ ένα ιδεατό τηλεοπτικό περιβάλλον, όπου η λειτουργία πολλών και διαφορετικών τηλεοπτικών καναλιών (ακόμα και μονοθεματικών) θα θεωρούνταν αυτονόητη, η ψηφιακή τεχνολογία θα είχε πραγματικά πολλά να προσφέρει στο κοινό της. Όμως, σ’ ένα περιβάλλον, στο οποίο –λόγω οικονομικής κρίσης ή ακόμα και έλλειψης ενδιαφέροντος για την επένδυση σε νέα ΜΜΕ– η ψηφιακή τεχνολογία απλά αναδεικνύει τα κανάλια που προϋπήρχαν, αυξημένα κατά τι υπολογίζοντας και τα τοπικά κανάλια που πλέον εκπέμπουν παγκύπρια, ελάχιστα από τα πολυδιαφημισμένα ευεργετήματά της μπορεί να προσφέρει.
Την ίδια ώρα, για να κατοχυρώσει η ψηφιακή τεχνολογία το δημοκρατικό της πλεονέκτημα, θα πρέπει ο ίδιος ο τηλεθεατής να γνωρίζει πώς πρέπει να τη διαχειριστεί. Με άλλα λόγια, να μην περιορίζεται στις «εύκολες» επιλογές (διασκέδαση – ψυχαγωγία), αλλά συνδυάζοντας τα πλεονεκτήματά της (ύπαρξη πολλών διαφορετικών καναλιών), να μπορεί να διασφαλίσει τα δημοκρατικά του δικαιώματα μέσα από έναν χρηστικό συνδυασμό τηλεοπτικών επιλογών (ψυχαγωγία, θεματική ενημέρωση, επιλογές παρακολούθησης διαφορετικών προγραμμάτων στις ώρες που επιθυμεί).
Άλλωστε, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο η δημοκρατία πάντα στηρίζονταν στην ορθολογική διαχείρισή της από τις ίδιες τις κοινωνίες, διαφορετικά θα οδηγούμασταν στην αναρχία. Όχι, βέβαια, ότι σήμερα –κυρίως στην Ελλάδα– απέχουμε και πολύ…
H δρ Θεοδώρα Μάνιου είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Frederick.