Η πρόθεση της κυβέρνησης να αλλάξει ο τρόπος και το ύψος της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο προκαλεί αντιδράσεις στην αγορά των ακινήτων, η οποία βλέπει μπροστά της άλλο ένα βαρίδιο στο ήδη κακό οικονομικό κλίμα που χαρακτηρίζει τον κλάδο.
Ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Επιχειρηματιών Ανάπτυξης Γης και Οικοδομών σε επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Δημήτρη Χριστόφια, επισημαίνει ότι ο τομέας της κτηματαγοράς και των κατασκευών αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους μοχλούς ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας και πως τα στατιστικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι η πορεία αυτού του τομέα, υπέστη καίριο πλήγμα από την παγκόσμια οικονομική κρίση με επιβράδυνση και απώλεια αγοραστών που υπερβαίνει το 70%.
Επίσης, αναφέρει ότι η επιβολή νέων φορολογιών στις επιχειρήσεις, σε περιόδους κρίσης και δραματικής αύξησης της ανεργίας, το μόνο που μπορεί να προκαλέσει είναι περαιτέρω επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος, αποστέρηση των επιχειρήσεων από πολύτιμο κεφάλαιο κίνησης και περαιτέρω μείωση της απασχόλησης. Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, προσθέτει ο Σύνδεσμος, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των κρατικών εσόδων με σοβαρό το ενδεχόμενο δημιουργίας συνθηκών φαύλου κύκλου στον οποίο δεδομένη αύξηση των συντελεστών φορολογίας οδηγεί σε μείωση των εσόδων δημιουργώντας την ανάγκη περαιτέρω αύξησης της φορολογίας και ούτω καθεξής.
Παράλληλα, αναφέρει ότι οποιαδήποτε φορολόγηση της ακίνητης ιδιοκτησίας θα επιδεινώσει τη δυνατότητα ανάπτυξης του κλάδου, προσθέτοντας ότι η Κυβέρνηση θα έπρεπε να στοχεύει στην παροχή κινήτρων και μέτρων προς αναζωογόνηση και αναθέρμανση της αγοράς.
Ο Σύνδεσμος υπέβαλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τις δικές του προτάσεις:
-Αφαίρεση μεταβιβαστικών τελών όπου επιβάλλεται Φ.Π.Α.
-Οι κλίμακες μεταβιβαστικών τελών να διαφοροποιηθούν και να αντικατοπτρίζουν τη σημερινή εικόνα, σημειώνοντας ότι τα μεταβιβαστικά τέλη καθορίστηκαν με κοινωνικό σκοπό πριν από δέκα χρόνια, όταν οι τιμές των διαμερισμάτων ήταν πολύ χαμηλότερες.
-Μείωση του Φόρου Κεφαλαιουχικών Κερδών και αύξηση των αφορολογήτων ποσών, σε αρχικό στάδιο για μίαν περίοδο τριών τουλάχιστον χρόνων (που είναι τα ίδια εδώ και 20 χρόνια) ώστε να κρατηθεί ο αριθμός των πράξεων σε λογικά επίπεδα.
«Η μείωση του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών θα οδηγήσει στην προώθηση της διαθεσιμότητας των ακινήτων που προορίζονται για κατασκευαστικά έργα και θα συμβάλει θετικά στην αναθέρμανση της αγοράς», αναφέρει ο Σύνδεσμος.
Τέλος, ο Σύνδεσμος εισηγείται όπως το θέμα που αφορά την επαναξιολόγηση του συστήματος φορολόγησης ακίνητης ιδιοκτησίας αποτελέσει θέμα συζήτησης σε ένα ευρύτερο πακέτων μέτρων.
«Εισηγούμαστε όπως αναδιαμορφωθεί το όλο καθεστώς με την ενοποίηση όλων των φορολογιών και το διαχωρισμό τους σε φορολογία απόκτησης και φορολογία κατοχής έτσι ώστε, αφενός ο πολίτης να γνωρίζει ακριβώς τι θα πληρώνει εξαρχής και αφετέρου το κράτος να εισπράττει τα έσοδα που του αναλογούν σε μια απλοποιημένη βάση και χωρίς επιπλέον διοικητικό κόστος», αναφέρει.
Οι εκτιμητές
Υπέρ της νέας γενικής εκτίμησης των ακινήτων, αλλά ως μεσοπρόθεσμο μέτρο για σκοπούς φορολόγησης, τοποθετείται ο Σύνδεσμος Επιστημόνων Εκτιμητών Κύπρου.
Σύμφωνα με το Σύνδεσμο σήμερα φοροαπαλλάσεται πέραν του 97% των φυσικών και νομικών προσώπων, όσο αφορά τη φορολογία Ακίνητης Ιδιοκτησίας αφού οι εκτιμημένες αξίες κατά φορολογούμενο είναι χαμηλότερες των 170.000 ευρώ (με βάση τις τιμές του 1980). Μόνο ένα μικρό ποσοστό (κάτω του 3%) από τις 600.000 οντότητες (φυσικών και νομικών προσώπων) καταβάλλουν φόρο Ακίνητης Ιδιοκτησίας. Οι συνολικές εισπράξεις από το Κράτος ανέρχονται περί τα 11 – 12 εκατομμύρια ευρώ.
«Με βάση την εισήγηση μας και φορολογώντας μερικώς αυτούς που σήμερα εξαιρούνται, με χρεώσεις από 10 μέχρι και 160 ευρώ ανά φορολογούμενο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), θα μπορούσε το κράτος να εισπράξει άμεσα συνολικά πέρα των 12 εκατομμυρίων ευρώ. Ουσιαστικά θα τροποποιηθούν οι υφιστάμενες κλίμακες, διατηρώντας και πάλι κάποιο αφορολόγητο ποσό», σημειώνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου, Χαράλαμπος Πετρίδης.
Ειδικότερα, ο Σύνδεσμος προτείνει το αφορολόγητο να μειωθεί στις 40.000 ευρώ (τιμές 1980), τα ακίνητα αξίας από 40.000 – 100.000 ευρώ να φορολογηθούν με συντελεστή 1 τοις χιλίοις (επιβάρυνση 40 ως 60 ευρώ) και τα ακίνητα αξίας από 100.000 μέχρι 170.000 ευρώ να φορολογηθούν με συντελεστή 1,5 τοις χιλίοις (επιβάρυνση για τον ιδιοκτήτη από 90 ως 195 ευρώ). Όσον αφορά τους υφιστάμενους φορολογικούς συντελεστές με κλίμακες 2.5‰, 3.5‰ και 4‰ ,θα μπορούσαν να αυξηθούν τα ποσοστά φορολογίας με βάση τις υφιστάμενες κλίμακες 3,5‰, 4,5 ‰ και 5 ‰ αντίστοιχα.
«Ο συνολικός φόρος θα κυμαίνεται περί τα 30 – 35 εκατομμύρια ευρώ ετησίως (από €12 εκατομμύρια που είναι σήμερα) υιοθετώντας μια πιο δίκαιη φορολογική προσέγγιση για όλους τους πολίτες (τα πιο πάνω ποσά έχουν υπολογιστεί κατά προσέγγιση και θα χρειασθεί πιο λεπτομερή ανάλυση)», σημειώνει ο κ. Πετρίδης και υπογραμμίζει ότι «η πρόταση θα εφαρμόζεται μέχρι να υλοποιηθεί η νέα Γενική Εκτίμηση, ενώ παράλληλα θα παρέχεται ο χρόνος για μια ολοκληρωμένη και ορθολογιστική φορολογική μεταρρύθμιση στα ακίνητα λαμβανομένων υπόψη και των νέων (τρέχουσων) αξιών».
Ταυτόχρονα προτείνεται η παροχή αντισταθμιστικών κινήτρων στην αγορά ακινήτων, όπως για παράδειγμα κατάργηση των μεταβιβαστικών δικαιωμάτων για την περίοδο που πιθανώς να ισχύει η πιο πάνω προσέγγιση.
«Το αποτέλεσμα δεν θα είναι μόνο η άμεση φορολογία, αλλά και έμμεσο κίνητρο δραστηριοποίησης της αγοράς των ακινήτων με πολλαπλά οφέλη για την οικονομία γενικότερα (αύξηση εμπορευσιμότητας, κινητικότητα, μείωση ανεργίας, άλλες φορολογίες κλπ.)», καταλήγει ο κ. Πετρίδης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΕΪΤΑΝΙΔΗΣ