Σε ένα καθοδικό ρεύμα έχει εισέλθει από τις αρχές του 2011 το λιανικό εμπόριο της Κύπρου, υποχρεώνοντας το σύνολο του χώρου, από τους λιανέμπορους μέχρι τους προμηθευτές, να επιταχύνουν τις στρατηγικές αλλαγές στην ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους προκειμένου να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Παράγοντες της αγοράς αποδίδουν τις πιέσεις τόσο σε ψυχολογικούς λόγους, με τον Κύπριο να έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα από τις αρνητικές εξελίξεις στα δημόσια οικονομικά, όσο και σε πραγματικούς, στρέφοντας το βλέμμα τους στην Ελλάδα.
Ο διευθυντής των υπεραγορών Ορφανίδη, Στέλιος Νικολάου, από το βήμα του 8ου συνεδρίου λιανικού εμπορίου, έκανε λόγο για «μια δύσκολη εποχή, σε μια περίοδο που το λιανεμπόριο δοκιμάζεται έντονα».
Αρκετοί λιανέμποροι επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με μπαράζ προσφορών, αλλά οι δομικές αλλαγές στην κυπριακή αγορά δεν αντιμετωπίζονται μόνο ρίχνοντας τις τιμές.
«Όποιος επενδύει μόνο στην τιμή, δεν βγαίνει πάντα κερδισμένος. Πάντα βρίσκεται κάποιος φθηνότερος. Οι συνεχόμενες προσφορές σκοτώνουν το brand», τονίζει από την πλευρά του ο εκτελεστικός διευθυντής Επιχειρηματικής Ανάπτυξης, Στρατηγικής και Marketing της ελλαδικής αλυσίδας, βελγικών συμφερόντων, «ΑΒ Βασιλόπουλος», Λεωνίδας Βρεττάκος.
Τα δεδομένα
Οι αλλαγές στην κυπριακή αγορά ξεκινούν ουσιαστικά το 2008, παράλληλα με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Η αυτοσυγκράτηση στην κατανάλωση συνέπεσε με αλλαγές στα δημογραφικά δεδομένα και στον τρόπο ζωής. Σύμφωνα με στοιχεία της κυπριακής RAI Retail Audit, στο διάστημα 1995-2005 το λιανικό εμπόριο αναπτυσσόταν με ρυθμό 5%, την τριετία 2006-2008 με ρυθμό 10%, ενώ από το 2009 και μετά υπάρχει στασιμότητα, με τον συνολικό τζίρο να σταθεροποιείται στο 1,7 δισ. ευρώ. Η ανάπτυξη 0% έχει φέρει τον χώρο στο επίκεντρο μιας μεγάλης καταιγίδας.
Το ζενίθ της τριετίας 2006-2008 ήταν απόρροια και της αύξησης του πληθυσμού της Κύπρου. Το 2004 ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 2,6%, αύξηση που έχει σχέση με τη ροή μεταναστών στη χώρα και όχι με τη φυσική αύξηση του πληθυσμού. Ειδικότερα, στο διάστημα 1998-2004 ο πληθυσμός αυξανόταν με ρυθμό 3,1%, από το 2005 μέχρι το 2008 αυξήθηκε κατά 5,3%, ενώ το 2009 αυξήθηκε μόλις κατά 0,8%. Παράλληλα, οι τουριστικές αφίξεις μειώθηκαν κατά 4,8% στο διάστημα 2008-2010, ενώ η ανάπτυξη του all inclusive άσκησε επιπρόσθετες πιέσεις στην αγορά.
Σε ό,τι αφορά το εισόδημα, τα τελευταία 15 χρόνια σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο. Το 1996 ήταν 21.631 ευρώ ανά νοικοκυριό, το 2003 έφτασε στις 31.737 ευρώ, το 2008 στις 33.866 ευρώ και το 2009 στις 34.589 ευρώ.
Σε όλη αυτή την πορεία άλλαξε και ο τρόπος με τον οποίο καταναλώνει ο μέσος Κύπριος. Το 1985 το 28% των δαπανών του μέσου νοικοκυριού κατευθυνόταν στα τρόφιμα. Το 2009 ξοδεύει μόλις το 12% για τη διατροφή του, ποσοστό που αναμένεται να μειωθεί κατά 4% μέχρι το 2030. Το κυπριακό νοικοκυριό ξοδεύει λιγότερα και για ένδυση – υπόδηση, ενώ αυξήθηκαν κατά 11% οι δαπάνες για το σπίτι (ενοίκια, λογαριασμοί κτλ.). Μέχρι το 2030 προβλέπεται ότι θα μειωθούν και άλλο οι δαπάνες για ένδυση, υπόδηση, έπιπλα και οικιακό εξοπλισμό. Η μείωση αυτή δεν σημαίνει ότι δεν θα αγοράζουν ρούχα ή τρόφιμα, αλλά ότι θα αναζητούν το φθηνότερο.
Η μετάβαση
Επιπρόσθετα άλλαξε και η έννοια «νοικοκυριό». Η αύξηση του προσδόκιμου της ζωής (το 2009 το 20,2% των νοικοκυριών είχε ένα ή δύο άτομα άνω των 65), των διαζυγίων (το 11,3% των νοικοκυριών αποτελείται από ένα άτομο και το 1,3% από ένα άτομο με ένα παιδί) και των φοιτητών (το ακαδημαϊκό έτος 2008/09 30.000 φοιτητές φοιτούσαν στην Κύπρο, από τους οποίους το 1/3 ξένοι) ανεβάζουν τον αριθμό των νοικοκυριών και τροποποιούν τη φύση των αναγκών τους. Απαιτούνται νέα προϊόντα, ακόμη και νέες συσκευασίες που απευθύνονται σε νοικοκυριά με μικρότερο αριθμό μελών.
Η πρόβλεψη του εκτελεστικού προέδρου της RAI Consultant, Ολύμπιου Τουμάζου, είναι ότι η αξία της αγοράς θα αυξάνεται λίγο πιο πάνω από τον πληθωρισμό και εκτιμά ότι η σημερινή μορφή του λιανεμπορίου είναι αναποτελεσματική, οι λιανέμποροι είναι ευάλωτοι και απαιτείται μια νέα στρατηγική τοποθέτησης στην αγορά, προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες.
Η ανάλυση της αγοράς είναι ότι δεν υπάρχει κέντρο. Δηλαδή δεν υπάρχει ένας τύπος καταστήματος που να ικανοποιεί όλες τις ανάγκες. Υπάρχει χώρος για πολλούς τύπους καταστημάτων και αυτό που αποκτά σημασία είναι η τοποθεσία του σημείου πώλησης. Βλέπουμε ήδη τους μεγάλους παίκτες να αναπτύσσουν μικρότερα καταστήματα (τύπου express), ενώ και το hard discount έχει βρει τον χώρο του, με την ιδιωτική ετικέτα να έχει ένα μερίδιο της τάξης του 5%.
Οι εταιρείες
«Οι μεσαίες φόρμες τείνουν να εξαφανιστούν. Οι λίγο απ’ όλα δεν έχουν θέση», εξηγεί ο κ. Βρεττάκος.
Για το τέλος των υπεραγορών δεινοσαύρων μίλησε ο γενικός διευθυντής της Carrefour στην Κύπρο, Χαρίδημος Βόικος, και τη μετατροπή τους σε multi specialist, περνώντας από το γενικό στο ειδικό. Η γαλλική πολυεθνική έχει αναπτύξει τον νέο τύπο υπερκαταστήματος Carrefour Planet, το οποίο θα φέρει και στην Κύπρο.
Η μετεξέλιξη του εμπορικού κέντρου Ορφανίδη στον Στρόβολο σε μια πολυθεματική υπεραγορά, το Nicosia City Mall, που πέραν των βασικών τμημάτων τροφίμων και ποτών θα διαθέτει και μεγάλα τμήματα μη τροφίμων, εντάσσεται σε αυτή τη λογική της ικανοποίησης των νέων αναγκών των καταναλωτών, όπως εξήγησε στην «Κ» ο κ. Χρίστος Ορφανίδης.
Το σημερινό Εμπορικό Κέντρο Ορφανίδη θα αλλάξει όψη, με την ανακαίνιση εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, μέχρι τον Σεπτέμβριο. Οι εργασίες θα ξεκινήσουν τον Ιούνιο.
Η μεταμόρφωση του εμπορικού κέντρου θα είναι ριζική. Θα ξεκινήσει από το εξωτερικό του κτηρίου και θα προχωρήσει στο εσωτερικό και στους χώρους στάθμευσης. Ο χώρος της υπεραγοράς θα συρρικνωθεί στα 5.000 τ.μ. και θα προκύψουν άλλα 9.000 τ.μ. εμπορικών χρήσεων με πρόβλεψη δημιουργίας καταστήματος DIY, ηλεκτρικών ειδών, μόδας και εστίασης, καθώς και παιδότοπου. Όπως αποκάλυψε ο κ. Ορφανίδης, βρίσκεται ήδη σε συζητήσεις με ευρωπαϊκές αλυσίδες για το κατάστημα DIY και την ηλεκτραγορά.
Σε ό,τι αφορά τους χώρους εστίασης, θα είναι δύο με τρεις, ένας από τους οποίους θα είναι η καφετέρια «Ραντεβού» που έχει αναπτύξει η υπεραγορά.
«Η νέα υπεραγορά Ορφανίδη City Mall θα είναι η πιο σύγχρονη υπεραγορά της Κύπρου. Έχουμε μειώσει αισθητά το μέγεθος της υπεραγοράς, γιατί παίρνουμε τα μηνύματα των καιρών και αντιλαμβανόμαστε ότι οι καταναλωτές δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια του χρόνου να χαζεύουν άσκοπα μέσα σε μια υπεραγορά. Και επειδή ο χρόνος είναι πολύτιμος, δημιουργούμε μια υπεραγορά που να είναι στα μέτρα των καταναλωτών και των αναγκών τους», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο κ. Ορφανίδης.