Υπαρκτός ο κίνδυνος μακροχρόνιας ύφεσης για την κυπριακή οικονομία

Απροετοίμαστη για τα δύσκολα, με σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, το οποίο αποτυπώνεται στο μεγάλο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κινείται εντός της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης η κυπριακή οικονομία.

Ερευνητική εργασία του Ινστιτούτο Εργασίας  Κύπρου της ΠΕΟ με θέμα «Ανταγωνιστικότητα της Κυπριακής Οικονομίας μετά την Υιοθέτηση του Ευρώ» χτυπά ένα ηχηρό καμπανάκι και θέτει την πολιτική ηγεσία, τις συντεχνίες και τον επιχειρηματικό κόσμο ενώπιων των ευθυνών τους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η είσοδος της Κύπρου στην ευρωζώνη ανέδειξε τα διαρθρωτικά προβλήματα της κυπριακής οικονομίας, με την παγκόσμια οικονομική κρίση να διορθώνει -συγκυριακά- τους δείκτες, αλλά όχι την ουσία των προβλημάτων.

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυξάνεται σε πρωτοφανή μεγέθη, άνω του 16%, τάση που ανακόπτεται λόγω της ύφεσης, αλλά παραμένει στα επίπεδα του 6%. Η επιδείνωση αυτή δεν μπορεί να διορθωθεί μέσω μιας διολίσθησης του νομίσματος (που θα καθιστούσε φθηνότερα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της Κύπρου). Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του προβλήματος ανταγωνιστικότητας ο εκ των μελετητών, ο οικονομολόγος και επιστημονικό συνεργάτη του ΙΝΕΚ – ΠΕΟ, Ηλίας Ιωακείμογλου, εξηγεί ότι αν η Κύπρος δεν είχε ενταχθεί στο ευρώ, θα είχε προχωρήσει ήδη σε υποτίμηση της κυπριακής λίρας κατά 6%. 

Το 2008 αποτελεί συνεπώς μια χρονιά ορόσημο για την κυπριακή οικονομία, η οποία έχασε ένα σημαντικό εργαλείο πολιτικής, αυτό της νομισματικής πολιτικής, για να παραμένει ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον και ειδικότερα στον τουρισμό.

Υποτίμηση ή διολίσθηση του εθνικού νομίσματος δεν μπορεί να γίνει. Οι λύσεις που απομένουν είναι δύο:

-Εσωτερική υποτίμηση, αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα.

-Η βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας στο παραγωγικό σύστημα της χώρας ώστε αυτό να είναι θελκτικό, ανεξάρτητα από την τιμή με την οποία παρέχει υπηρεσίες (τουρισμός) ή προϊόντα.
Η πρώτη επιλογή (η διόρθωση της ανταγωνιστικότητας τιμής) απαιτεί η Κύπρος να εισέλθει σε μια περίοδο μακρά περίοδο ύφεσης. Μια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμής κατά 5% (αφού δεν μπορεί να γίνει υποτίμηση του νομίσματος) θα χρειαζόταν μια ύφεση που θα προκαλούσε σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 8,8%, δηλαδή ετήσια κάμψη -2,2% επί μια τετραετία. Είναι προφανές ότι αυτή η επιλογή είναι καταστροφική για την κοινωνία και μη αποδεκτή ως συνειδητή πολιτική επιλογή από οποιαδήποτε κυβέρνηση, ειδικά μετά την οδυνηρή εμπειρία της Ελλάδα, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.

 Οι κίνδυνοι

Η μελέτη της ερευνητικής ομάδας (αποτελούμενη από τους Παύλο Καλοσυνάτο, γενικό διευθυντή του ΙΝΕΚ – ΠΕΟ, Ηλία Ιωακείμογλου, οικονομολόγο, Φίλιππο Αρέστη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και διευθυντή στο Κέντρο για την Οικονομική και Δημόσια Πολιτική, Ιωάννη Μπίλια, Philippe Pochet και Bela Galgoczi από το European Trade Union Institute και Πέτρο Λινάρδο, οικονομολόγο, επιστημονικό σύμβουλου του ΙΝΕ ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ της Ελλάδας) ακτινογραφεί με τεχνοκρατική ανάλυση τον παραγωγικό ιστό της χώρας και προβαίνει σε διαπιστώσεις που μοιάζουν ανησυχητικά με όσα ανέφεραν ανάλογες ακαδημαϊκές εργασίες που  εκπονήθηκαν στην Ελλάδα μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 επιστήμονες, οικονομολόγοι, συντεχνίες, εργοδοτικές οργανώσεις, ερευνητικά ιδρύματα ακόμη και τμήματα ερευνών τραπεζών προειδοποιούσαν ότι η Ελλάδα είχε σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας το οποίο αποτυπώνονταν ξεκάθαρα στο αυξημένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Το έλλειμμα αυτό αύξανε την τελευταία δεκαετία δραματικά και το εξωτερικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) της Ελλάδας.

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΕΚ ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της Κύπρου από το 1996 ως το 2010 διατηρήθηκε σε σταθερά ανώτερα επίπεδα από το μέσο όρο των 15 ισχυρότερων οικονομιών της Ευρώπης, ωστόσο από την ανάλυση των στοιχείων των εξωτερικών συναλλαγών της Κύπρου προκύπτουν οι κίνδυνοι για μια σοβαρή και μακροχρόνια ύφεση της κυπριακής οικονομίας, εξαιτίας μιας σειράς αδυναμιών που παρουσιάζει.

Οι αδυναμίες αυτές εμφανίζονται στις εξαγωγικές επιδόσεις της Κύπρου, στο εμπορικό ισοζύγιο αγαθών, στη μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας από τον τουρισμό, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, στην υστέρηση της παραγωγικότητας έναντι των ανταγωνιστριών χωρών και σε άλλους δείκτες ανταγωνιστικότητας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αν ανατρέξει κανείς σε εκθέσεις του ΔΝΤ και των οίκων αξιολόγησης θα βρει ανάλογες αναφορές.

Ως εκ τούτου η μελέτη είναι ιδιαίτερα επίκαιρη καθώς η εκπόνησή της συνέπεσε σε μια συγκυρία που συνδυάζει την οικονομική κρίση, την επακόλουθη υποχώρηση της διεθνούς ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες, τη συνέχιση και όξυνση της έρπουσας κρίσης του κυπριακού τουρισμού, την κρίση στην οικοδομή ως ιδιαίτερη πλευρά της οικονομικής κρίσης, την ένταξη της Κύπρου στη ζώνη του ευρώ και την εξ’ αυτής προκύπτουσα αδυναμία της να χρησιμοποιήσει όλα τα παραδοσιακά εργαλεία της οικονομικής πολιτικής, την ανάδειξη ατελειών στην αρχιτεκτονική της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και τέλος, το ήδη μεγάλο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών.

Τα προβλήματα

Η Κύπρος γνώρισε μια μακρά περίοδο ανάπτυξης, η οποία αποτυπώνεται στη μελέτη, με περιόδους θετικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών (μάλιστα μέχρι το 2001 τα έσοδα από τον τουρισμό υπερκάλυπταν το έλλειμμα στην εισαγωγή αγαθών), χαμηλού πληθωρισμού και χαμηλής ανεργίας.

Η αυγή της νέας χιλιετίας αποτελεί για την Κύπρο την απαρχή επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητάς της, με αφετηρία τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα συρρίκνωση στις αφίξεις τουριστών.

Σύμφωνα με τη μελέτη «κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 το εμπορικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ παρουσίαζε σχετική σταθερότητα (κυμαίνονταν μεταξύ 21% – 25%). Από το έτος 2000, ωστόσο, παρουσιάζονται τα πρώτα ανησυχητικά σημεία διεύρυνσης του ελλείμματος, και παρά τη βελτίωση των ετών 2003 – 2005, από το 2006 ως το 2008 παρατηρήθηκε επιδείνωση. Η σταθερότητα του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών, ως ποσοστό του ΑΕΠ πριν το 2000 ήταν διατηρήσιμη χάρη στην ύπαρξη ενός εξαιρετικά θετικού εμπορικού ισοζυγίου υπηρεσιών που υπερέβαινε το 21% του ΑΕΠ. Το πλεόνασμα αυτό παρουσίασε μάλιστα βελτίωση μέχρι και το 2001. Η άνοδος αυτή αποτελούσε την τελική φάση ανόδου του κυπριακού μαζικού τουρισμού».

Σε άλλο σημείο τονίζεται ότι από το 2002, ιδιαίτερα από το 2004, η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών ήταν τόσο μεγάλη (περίπου κατά 7% του ΑΕΠ) ώστε η βελτίωση στο ισοζύγιο υπηρεσιών δεν μπόρεσε να την καλύψει. Ως αποτέλεσμα, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών έφθασε από το 1,6% του ΑΕΠ το 2002 στο 6,6% το 2008. Εξαιτίας της κρίσης, της ύφεσης της Κυπριακής οικονομίας και της περιστολής της ζήτησης, το έλλειμμα στο ισοζύγιο υποχώρησε κατά τι στο επίπεδο του -6%. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της επιδείνωσης του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών προέρχεται, κατά τους μελετητές, από τα στοιχεία των τριμηνιαίων Εθνικών Λογαριασμών. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ  κατά τα τελευταία τρίμηνα του 2008 είχε υπερβεί το 10%, κατά πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο του 2008 (6,8%). Διαρθρωτική αδυναμία αποτελεί και η μόνιμη καθαρή εκροή πρωτογενούς εισοδήματος που ανέρχεται σε 2% – 3% του ΑΕΠ ετησίως. Ως αποτέλεσμα το ισοζύγιο  τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ –που αποτελεί το άθροισμα του ελλείμματος αγαθών και υπηρεσιών, καθαρών τρεχουσών μεταβιβάσεων και καθαρού πρωτογενούς εισοδήματος- ανήλθε σε ανησυχητικά επίπεδα κατά το 2007 και το 2008. Εν συνεχεία ήλθε διόρθωση που προκλήθηκε από την κρίση.

«Πρόκειται  για διόρθωση που δεν σχετίζεται με την ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας, αλλά με τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης και την επίδραση που είχε στις εισαγωγές. Εν κατακλείδι προκύπτει από τα στοιχεία των εξωτερικών συναλλαγών ότι υπάρχουν διαρθρωτικές αδυναμίες της κυπριακής οικονομίας, οι οποίες σε περιόδους ομαλής λειτουργίας της οικονομίας οδηγούν σε υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η ραγδαία βελτίωση κατά τη διετία της κρίσης, 2009 – 2010, έχει κυκλικό χαρακτήρα».

Οι μελετητές υπογραμμίζουν, ακόμη, ότι  «μέχρι το 2005 το εξωτερικό εμπόριο ενώ ήταν ισορροπημένο, εμφανιζόταν ως μια εύθραυστη και επικίνδυνη ισορροπία, αφού υποχωρούσε ραγδαία ένα ολόκληρο τμήμα του παραγωγικού συστήματος και ολόκληρο το βάρος των εξαγωγών είχε ανατεθεί στον τομέα των υπηρεσιών, ιδιαίτερα δε στον τουρισμό. Από το 2006 η επαπειλούμενη έκρηξη των ελλειμμάτων υλοποιήθηκε».

 Η επόμενη διαπίστωση είναι και η πιο κρίσιμη: «Εάν το έλλειμμα (σ.σ. εννοεί το εμπορικό) διευρυνθεί περαιτέρω θα απαιτηθούν διορθωτικές κινήσεις εκ των οποίων η πιθανότερη θα είναι η επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης και η αύξηση της ανεργίας. Εάν οι τρέχουσες συναλλαγές παρουσιάζουν αυξανόμενο έλλειμμα όταν η οικονομία χρησιμοποιεί πλήρως τις παραγωγικές της δυνατότητες, δημιουργείται η υποχρέωση να διορθωθεί η εξωτερική ανισορροπία, είτε με προσαρμογή των τιμών, είτε με προσαρμογή του επιπέδου της εγχώριας παραγωγής σε χαμηλότερα επίπεδα. Η οικονομία θα πρέπει να επιβραδύνει την οικονομική της μεγέθυνση, έτσι ώστε να ισορροπήσει σε εκείνο το χαμηλό υποαπασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού που αντιστοιχεί στην εξωτερική της ισορροπία».

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.